- ευσπλαγχνίζομαι
- και (ε)σπλαχνίζομαι (ΑΜ εὐσπλαγχνίζομαι) [εύσπλαγχνος]δείχνω συμπάθεια για κάποιον, συμπονώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατοικτείρω — και κατοικτίρω (ΑΜ) 1. αισθάνομαι οίκτο για κάποιον, ευσπλαγχνίζομαι κάποιον («Κροῑσος δὲ τούτων ἀκούσας τόν τε Ἄδρηστον κατοικτείρει», Ηρόδ.) 2. δείχνω συμπάθεια, συμπαθώ («κατοικτείραντα ἐρωτᾶν» να ρωτήσει με συμπάθεια, Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < … Dictionary of Greek
δυσωπώ — δυσωπῶ ( έω) (AM) 1. παρακαλώ επίμονα και πειστικά κάποιον 2. μέσ. φοβάμαι, ταράσσομαι 3. παθ. υποκύπτω σε παρακλήσεις μσν. 1. φοβίζω, αναστατώνω 2. σέβομαι 3. λυπάμαι, ευσπλαγχνίζομαι αρχ. 1. γίνομαι ενοχλητικός, παρακαλώ επίμονα 2. (για ζώα)… … Dictionary of Greek
εσπλαχνίζομαι — και σπλαγχνίζομαι ευσπλαγχνίζομαι … Dictionary of Greek
ευσπλαγχνιστικός — εὐσπλαγχνιστικὸς και ἐσπλαγχνιστικός, ή, όν (Μ) [ευσπλαγχνίζομαι] (για λόγο) αυτός που προκαλεί ευσπλαχνία, οίκτο … Dictionary of Greek
ιλάσκομαι — ἱλάσκομαι (ΑΜ) 1. (κυρίως για θεούς) εξιλεώνω, καταπραΰνω 2. (για ανθρώπους) εξευμενίζω 3. εξαγνίζω 4. (παθ. μελλ.) ἱλάσομαι και ἱλασθήσομαι α) ευσπλαγχνίζομαι, είμαι ελεήμων β) συγχωρώ («ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ», ΚΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < *σι σλά σκ… … Dictionary of Greek
ιλατεύω — ἱλατεύω (Μ) ελεώ, ευσπλαγχνίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἱλα (τού ρ. ἱλά σκομαι) + τεύω πιθ. κατά το ἱερα τεύω] … Dictionary of Greek
κατοικτίζω — (Α) 1. ευσπλαγχνίζομαι κάποιον, κατοικτείρω* («τοὺς δὲ σοὺς ὅποι θεοὶ πόνους κατοικτιοῡσιν οὐκ ἔχω μαθεῑν», Σοφ.) 2. εγείρω τον οίκτο («τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ ἤ τέρψαντά τι ἤ δυσχεράναντ ἤ κατοικτίσαντά πως», Σοφ.) 3. μέσ. κατοικτίζομαι θρηνώ για … Dictionary of Greek
οικτίζω — οἰκτίζω (Α) [οίκτος] 1. αισθάνομαι οίκτο για κάποιον, ευσπλαγχνίζομαι, οικτίρω («ὅπως μὴ σ αὐτὸν οἰκτιεῑς ποτέ», Αισχύλ.) 2. μέσ. οἰκτίζομαι α) πενθώ β) εκδηλώνω τη λύπη μου («ὅταν Δημοσθένης ἐξαπατῆσαι βουλόμενος καὶ παρακρουόμενος ὑμᾱς… … Dictionary of Greek
οικτίρω — (ΑΜ οἰκτίρω και οἰκτείρω, Α και οἰκτειρῶ, έω, αιολ. τ. οικτίρρω) αισθάνομαι οίκτο για κάποιον, λυπάμαι κάποιον, ευσπλαγχνίζομαι, συμπονώ («ἐμὲ δὲ οἰκτίρεις ἐπὶ τῆ πενίᾳ», Ξεν.) νεοελλ. περιφρονώ, καταφρονώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. οἰκτίρω (< *οικτίρ jω … Dictionary of Greek
ολοφύρομαι — (Α ὀλοφύρομαι, αιολ. τ. ὀλοφύρρω) θρηνώ με στεναγμούς και ξεφωνητά, κλαίω γοερά, οδύρομαι, σκούζω («φίλοι δ ἅμα πάντες ἕποντο πολλ ὀλοφυρόμενοι ὡς εἰ θανατόνδε κιόντα», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. αισθάνομαι συμπάθεια και οίκτο για τις συμφορές τών άλλων,… … Dictionary of Greek